Παρασκευή, Μαρτίου 15, 2024
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 15, 2024 | Permalink
Μετα-αποκαλυπτικός λυρισμός ("Ο αστερισμός του σκύλου")
Μυθιστόρημα που συναρπάζει τους αναγνώστες του και τους μεταφέρει σε ένα μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν, είναι το εξαιρετικό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Αμερικανού συγγραφέα Peter Heller (Νέα Υόρκη, 1959), με τίτλο «Ο ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ» («The Dog Stars»), που εκδόθηκε το 2012 στις Η.Π.Α. και πριν από μερικούς μήνες, για πρώτη φορά στη χώρα μας, από τις Εκδόσεις του 21ου, σε μετάφραση των Α.Αγγελίδη και Μ.Αγγελίδου (σελ. 365). Το μυθιστόρημα του Χέλερ, είναι ένα αγωνιώδες βιβλίο, όπου η επιβίωση εξαρτάται ουσιαστικά από την τύχη, στα πλαίσια των πολύ επιτυχημένων (και δημοφιλών) «Ο Δρόμος» του Κ.Μακάρθι, «Όρυξ και Κρέικ»της Μ.Άτγουντ και άλλων.


Σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα (και ιδιαιτέρως ελκυστική) ιστορία, που διαδραματίζεται σε ένα έρημο (από ανθρώπους) περιβάλλον, που έχει καταστραφεί από μια πανδημία γρίπης, η οποία έχει αφανίσει το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας (το 99% για την ακρίβεια), το μυθιστόρημα ακολουθεί την ιστορία του Χιγκ, ενός ερασιτέχνη πιλότου, που ζει σε ένα εγκαταλειμμένο μικρό αεροδρόμιο του Κολοράντο, μαζί με τον πιστό του γηραιό σκύλο Τζάσπερ (ο συγγραφέας με τον τίτλο του, «παίζει» ανάμεσα στον αστερισμό του Μέγα Κύονα και τον σκύλο του ήρωά του).
 
«Μην μπερδευτούμε: έχουν περάσει εννιά χρόνια. Η γρίπη σκότωσε σχεδόν τους πάντες, και μετά η αρρώστια του αίματος σκότωσε ακόμα περισσότερους. Όσοι απόμειναν, είναι βασικά Όχι Καλοί, γι’ αυτό μένουμε εδώ στην πεδιάδα, γι’ αυτό περιπολώ κάθε μέρα.»
 
Ο Χιγκ ζούσε με τη σύζυγό του στο Ντένβερ, που ήταν έγκυος όταν την βρήκε η πανδημία και κατασκεύαζε σπίτια, ενώ έγραφε και ποίηση. Στάθηκε πολύ τυχερός, γλυτώνοντας από τον χαμό, και τώρα εκεί που ζει, βρήκε έναν μισάνθρωπο μεσήλικα, τον Μπάγκλεϊ για τον οποίο δεν γνωρίζει τίποτα, παρά μόνο ότι κουβαλάει μαζί του, πολλά όπλα με τα οποία είναι ιδιαίτερα ικανός.
 
Οι δυο τους και ο Τζάσπερ, προσπαθούν να επιβιώσουν, και να γλυτώσουν από τις επιδρομές διαφόρων τρελαμένων, που έχουν σχηματίσει συμμορίες και περιφέρονται ψάχνοντας τροφή, σκορπίζοντας τον θάνατο. Ο Χιγκ τους χαρακτηρίζει «όχι καλούς», αλλά αυτός είναι ένας πραγματικά Καλός άνθρωπος, ο οποίος έχει ανακαλύψει μια ομάδα ανθρώπων, που παρότι τους έχει χτυπήσει ο ιός επιζούν και διαβιώνουν στην άλλη πλευρά του βουνού, και πηγαίνει με το αεροπλανάκι του (σε πλήρη διαφωνία με τον Μπάγκλεϊ), πηγαίνοντάς τους τροφή και υλικά για την επιβίωσή τους. Ο Χιγκ συνεχίζει να ελπίζει για ένα καλύτερο μέλλον και η αυτή του η ελπίδα τον κρατάει ζωντανό. Όταν πεθάνει ο Τζάσπερ, θα συντριβεί, θα νιώσει ότι όλα χάνονται.
 
Νιώθει την ελπίδα να τον εγκαταλείπει, είναι εκείνος που έλεγε ότι πρέπει οι ηθικές αξίες να διατηρηθούν με κάθε τρόπο και ερχόταν ο Μπάγκλεϊ να τον προσγειώσει στην πραγματικότητα, πάντα έτοιμος να σκοτώσει τους εισβολείς, να τον μάθει να σέρνει τα πτώματα (από τα πόδια), να παρακολουθεί από το παρατηρητήριό του ανελλιπώς. Πριν από τρία χρόνια, ο Χιγκ, ψάχνοντας τα ραδιοκύματα του μικρού Cesna αεροπλάνου του (οι επικοινωνίες λειτουργούν λόγω των δορυφόρων που συνεχίζουν να περιφέρονται στο διάστημα), θα ακούσει μια φωνή να καλεί από κάποια αεροπορική βάση. Πλέον μετά τον χαμό του Τζάσπερ, του γίνεται έμμονη ιδέα να πάει να βρει αν υπάρχουν επιζώντες και που. Θα πάρει το αεροπλάνο του, προς αναζήτηση και αυτό θα αλλάξει τη ζωή του για άλλη μια φορά. Θα γνωρίσει στον δρόμο του ένα ζευγάρι πατέρα-κόρης, και η γυναίκα αυτή, θα τον κάνει να πιστέψει ξανά στη ζωή.
 
«Ήταν λες και ζούσα διπλή ζωή ∙ ήταν η μπλε και πράσινη επιμονή της ζωής, που απλωνόταν πάνω στα γκρίζα χρώματα του θανάτου. Κι εγώ ταλαντευόμουν ανάμεσά τους, περνούσα μια από δω και μια από κει με την ίδια ευκολία που περνούσα από τη λιακάδα στην κρύα σκιά του υπόστεγου. Ή ακόμη κι όταν εγώ δεν κουνιόμουν, περνούσε η σκιά από πάνω μου, σαν σύννεφο, έκανε τα μπράτσα μου ν’ ανατριχιάσουν, και μετά έφευγε. Χανόταν.
Η ζωή ζούσε μέσα στο θάνατο κι ο θάνατος ζούσε μέσα στη ζωή. Αυτή ήταν η σκέψη μου. Ότι ο θάνατος βρισκόταν μέσα σε όλους μας. Περιμένοντας μόνο μια νύχτα πιο ζεστή ∙ ένα λάθος στο σύστημα ∙ ένα μαμούνι σαν αυτό που έφαγε τα μαύρα δέντρα στο βουνό. Και η ζωή, από την άλλη, βρισκόταν μέσα στο θάνατο, επίμονη και μεταδοτική σαν τον ιό της γρίπης. Όπως πρέπει.»


«Ο αστερισμός του σκύλου», είναι μια πολύ «αμερικάνικη ιστορία», ένα βιβλίο που εντάσσεται στη σύγχρονη μυθολογία, που θέλει τον ήρωα να κάνει τα πάντα για την επιβίωσή του. Θέμα αγαπημένο σε συγγραφείς και τηλεοπτικούς παραγωγούς με την συνεχή αναπαραγωγή σειρών και ταινιών που ασχολούνται με έναν «μετα-αποκαλυπτικό» κόσμο. Στο βιβλίο υπάρχουν επίσης και άλλα προσφιλή στους Αμερικανούς θέματα, όπως η δύναμη της φύσης (που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία), λεπτομέρειες για το ψάρεμα και το κυνήγι, ενώ τα άγρια τοπία του Κολοράντο προσφέρουν το τέλειο σκηνικό για το περιπετειώδες (και είναι έντονο) στοιχείο του βιβλίου, που έχει πολλή βία όπως είναι αναμενόμενο.
 
Υπάρχουν βέβαια πολλά πράγματα που ξεχωρίζουν στο μυθιστόρημα του Χέλερ. Αρχικά εντυπωσιάζουν  η ένταση και οι πολύ ζωντανές εικόνες του. Με γλώσσα λιτή αλλά υποβλητική, περιγράφει μια άκρως ζοφερή αλλά πολύ σαγηνευτική εικόνα ενός ερειπωμένου σύμπαντος. Ο κίνδυνος είναι διαρκής και ο αγώνας για επιβίωση δεν σταματάει. Επίσης είναι εξαιρετική η αποτύπωση της ανθρώπινης κατάστασης σε ένα κόσμο που είναι μεν εξωτερικά όμορφος, αλλά οι αντιξοότητες παρουσιάζονται καθημερινά. Ο Χιγκ είναι πολύπλοκος και βαθιά ανθρώπινος που νιώθει ενοχές για την απώλεια της συζύγου του και του μωρού που θα’ρχόταν, απελπίζεται και κουβαλάει διαρκώς μια αίσθηση ματαιότητας για όλα, αλλά από την άλλη, μπορεί και βρίσκει παρηγοριά στις μικρές απολαύσεις της ζωής.
 
Η σχέση του Χιγκ με τον σκύλο του, τον Τζάσπερ, είναι ένα από τα κεντρικά στοιχεία του μυθιστορήματος. Στη σχέση αυτή, υπάρχει διαρκώς η υπενθύμιση στον αναγνώστη, ότι η φιλία και η αγάπη μπορεί να υπάρξει και στις πιο σκοτεινές στιγμές. Ο Τζάσπερ είναι το πιο συγκινητικό πρόσωπο του βιβλίου και ένα φωτεινό σημείο μέσα στη ζοφερή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο πλαίσιο της ιστορίας, αποτελώντας μαζί με τον Χιγκ τον συναισθηματικό πυρήνα της ιστορίας.
 
«Αναρωτιόμουν: έτσι νιώθεις όταν πεθαίνεις; Έτσι ολομόναχος; Να πετάς γαντζωμένος από μια αγάπη παλιά; Και να συνεχίζεις;»
 
Σε αντίθεση με τις περισσότερες δυστοπίες, οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι αληθοφανείς και όχι «χάρτινοι». Δεν υπάρχει «υπερήρωας» στο βιβλίο, ούτε εμφανίζεται κάποιος «από μηχανής Θεός». Ο φόβος και η ανάγκη για καθημερινή επιβίωση, δεσπόζει – οι ήρωες του μυθιστορήματος προσπαθούν να ζήσουν μέρα τη μέρα, ενώ εντυπωσιακό είναι και το «αισιόδοξο» φινάλε του βιβλίου, παρά τον ζόφο που αιωρείται στην ατμόσφαιρα.
 
Η αφήγηση του Χέλερ ρέει χαλαρά, χωρίς εντάσεις, ίσως σε βάρος της ιστορίας. Για πολλές σελίδες δεν γίνεται κάτι, με πολλές περιγραφές της φύσης και της οικολογικής καταστροφής. Τονίζεται διαρκώς η εκδίκηση του φυσικού στοιχείου και η σταδιακή εξαφάνιση των πόλεων, που μέσα σε 9 χρόνια αρχίζουν να εξαφανίζονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Τονίζεται το θέμα της υπερθέρμανσης και μιας εφιαλτικής μελλοντικής καταστροφής, που θα ακολουθήσει αυτό που συνέβη από τον ιό.
 
Ωραίο και «διαβαστερό» μυθιστόρημα το «Ο ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ», όπου με την ανάπτυξη της ιστορίας, τους πλούσιους και πολυεπίπεδους χαρακτήρες και την υποβλητική ατμόσφαιρα, τονίζεται η δύναμη της ελπίδας και η ανθεκτικότητα του ανθρώπου. Ο Heller, έχει το στυλ του Χεμινγουέι στη γλώσσα του, γράφει απλά και μινιμαλιστικά, χωρίς λογοτεχνικές υπερβολές, έχοντας έναν αβίαστο λυρισμό που σε συνδυασμό με την ιστορία μαγνητίζει τον αναγνώστη. Η τηλεοπτική ή κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου είναι μάλλον σίγουρη!
 
Βαθμολογία 83 /100


 
Τετάρτη, Μαρτίου 06, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 06, 2024 | Permalink
Saul Bellow "Το δώρο του Χάμπολντ"
Δεν γνωρίζω αν ο εμβληματικός Αμερικανοκαναδός συγγραφέας Saul Bellow (Κεμπέκ Καναδά, 1915 – Brookline, Massachusetts, 2005), είναι τόσο δημοφιλής στις μέρες μας (σε παγκόσμιο επίπεδο), όσο 50 χρόνια πριν, όταν αποσπούσε τα βραβεία (Νόμπελ, Πούλιτζερ), το ένα μετά το άλλο, σε σημείο να βρίσκεται στο Πάνθεον των πιο πολυβραβευμένων συγγραφέων των Η.Π.Α. Βλέπω την αδιαφορία γύρω από τους μεγάλους του είδους, όπως ο P.Roth, ο J.Updike (και άλλους), και πιστεύω ότι βρισκόμαστε προ μεγάλων αλλαγών στα λογοτεχνικά γούστα.
 
Ένα από τα κλασσικά πλέον, έργα του Saul Bellow, είναι «ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΧΑΜΠΟΛΝΤ» («HUMBOLDTS GIFT»), που εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μεταφράστηκε στα μέσα της προηγούμενης χρονιάς για πρώτη φορά στα ελληνικά (με εξαιρετικό ως συνήθως τρόπο) από την Μαργ. Ζαχαριάδου, για τις εκδόσεις Gutenberg (σειρά Orbis Literae), με εισαγωγή του Jeffrey Eugenides (σελ.815), συμπληρώνοντας μια μακρά λίστα από τα έξοχα μυθιστορήματα του Bellow, που είχαμε την τύχη να έχουν μεταφραστεί (άλλα πολύ καλά, άλλα λιγότερο) στη γλώσσα μας, από την δεκαετία του ’70 και μετά.


«Το δώρο του Χάμπολντ», είναι ένα μυθιστόρημα-πανηγύρι. Πικαρέσκο και χαοτικό, μπερδεύει τον αναγνώστη του, με τις συνεχείς μετατροπές στη διάθεση, καθώς γίνεται εύκολα – από τη μια σελίδα στην άλλη – κωμικοτραγικό και ελεγειακό. Αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας είναι ο πολύ επιτυχημένος, αλλά σε κάθετη πορεία ευρισκόμενος, θεατρικός συγγραφέας, διανοούμενος και γενικότερα άνθρωπος των γραμμάτων Τσάρλι Σιτρίν, που μεσήλικας πλέον, βρίσκεται σε μια φανερή κρίση μέσης ηλικίας, με την πρώην σύζυγό του να τον έχει «στραγγίξει» οικονομικά και ψυχολογικά, σε μια ερωτική σχέση με μια πληθωρική νεαρή γυναίκα που τον πιέζει να την παντρευτεί και με τεράστια χρέη που έχουν δημιουργηθεί από κάποιες άστοχες κινήσεις, από την αφέλειά του αλλά και από τα χρέη του στα χαρτιά. Ουσιαστικός όμως πρωταγωνιστής του βιβλίου, χωρίς να εμπλέκεται στη δράση είναι ο Φον Χάμπολντ Φλάισερ, ένας πεθαμένος πλέον και τελείως λησμονημένος ποιητής, που όχι μόνο αποτέλεσε τον μέντορα του Σιτρίν, εισάγοντάς τον στους λογοτεχνικούς και πολιτιστικούς κύκλους. Οι δύο άνδρες είχαν μακρές συζητήσεις γύρω από λογοτεχνικά και φιλοσοφικά θέματα, όπου ο Χάμπολντ αποτελούσε πηγή έμπνευσης αλλά και σοφίας.
 
«Ποιητής, στοχαστής, προβληματικός πότης, χαπάκιας, μεγαλοφυής, μανιοκαταθλιπτικός, ραδιούργος, μια ιστορία προσωπικής επιτυχίας, έγραψε κάποτε ποιήματα γεμάτα πνεύμα και ομορφιά, αλλά τι είχε κάνει τώρα πρόσφατα; Είχε αρθρώσει τάχα τα σπουδαία λόγια και τα τραγούδια που είχε μέσα του; Δεν τα είχε αρθρώσει. Τα άγραφα ποιήματα τον πέθαιναν. Είχε αποσυρθεί σ’ αυτό εδώ το μέρος, που καμιά φορά το έβλεπε σαν Αρκαδία κι άλλοτε σαν κόλαση. Εδώ έμαθε ότι λέγονται για κείνον διάφορα από τους επικριτές του – άλλους συγγραφείς και διανοούμενους. Σιγά σιγά έγινε κι ο ίδιος μοχθηρός, αλλά ήταν λες και δεν άκουγε τι έλεγε κι αυτός για τους άλλους, πόσο τους λοιδορούσε. Καθόταν και παρασκεφτόταν τα πάντα κι οργάνωνε φανταστικές ίντριγκες. Είχε αρχίσει να γίνεται ένας από τους μεγάλους μονήρεις. Αλλά δεν ήταν φτιαγμένος για μονήρης. Ήταν φτιαγμένος για να είναι μέσα στη ζωή και στη δράση, να είναι κοινωνικό όν. Κι αυτό το αποκάλυπταν οι ραδιουργίες  και τα σχέδιά του.»
 
Ο Χάμπολντ όμως, κατέληξε παράφρων, καταστρέφοντας την προσωπική του ζωή, κυρίως μετά την τεράστια κριτική και εμπορική επιτυχία του προστατευόμενού του στο Broadway. Η σχέση τους άλλαξε, καθώς κατηγόρησε τον Σιτρίν ότι του χρωστούσε μερίδιο από τα κέρδη, θεωρώντας ότι βάσισε τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή του σ’ εκείνον. Τώρα ο Σιτρίν βρίσκεται κι αυτός σε ένα αδιέξοδο και νιώθει να χάνει το μυαλό του. Οι δίκες και ο ιστός της αράχνης που έχει πλέξει γύρω του η πρώην σύζυγός του με τους δικηγόρους της και η φορτική πίεση από έναν μαφιόζο Ιταλοαμερικανό στον οποίο βρέθηκε να χρωστάει χρήματα, όπως και η ένταση στις σχέσεις του με την νεαρή του ερωμένη που θέλει να τον παρασύρει σε ένα ταξίδι στην Ευρώπη για να βρει τον χαμένο της πατέρα, τον έχουν κάνει να σκέφτεται διαρκώς τον Χάμπολντ και να κάνει έναν απολογισμό της ζωής του. Και τότε θα ανακαλύψει ότι ο χαμένος πλέον μέντοράς του, τού έχει αφήσει ένα πολύτιμο δώρο που θα τον επαναφέρει στο λογοτεχνικό (και όχι μόνο) προσκήνιο.


«Κι έτσι εγώ, ο Σιτρίν, βολεμένος, στα μισά της ζωής, απλωμένος πάνω σ’ έναν καναπέ, φορώντας κασμίρινες κάλτσες (αναλογιζόμενος πώς τα πόδια των θαμμένων στη γη ξεφτίζουν σαν τα φύλλα του καπνού – τα πόδια του Χάμπολντ), αναπαριστούσα στο μυαλό μου πώς ο στιβαρός εμπνευσμένος φίλος μου παρήκμασε κι εξέπεσε. Το ταλέντο του είχε χαθεί. Και τώρα εγώ ήμουν αναγκασμένος να σκεφτώ τι γίνεται με το ταλέντο σήμερα, σ’ αυτούς τους καιρούς. Πώς να αποτρέψω τη λέπρα της ψυχής. Για κάποιο λόγο, έμοιαζε να εξαρτάται από μένα.»
 
Τίποτα δεν είναι απλό, στο πολυφωνικό μυθιστόρημα του Bellow. Οι σύνθετες καταστάσεις στη ζωή, η φιλία, η εμπιστοσύνη, η αναζήτηση της ευτυχίας, οι οικογενειακές σχέσεις, τα γηρατειά και η μοναξιά, ο θάνατος και η επιβίωση, η επιτυχία και η καταστροφή, ο καθημερινός παραλογισμός, η απληστία και η πλεονεξία, παρελαύνουν από τις σελίδες του ογκώδους μυθιστορήματος. Όλα αυτά, μέσα σε ένα χαοτικό και πικαρέσκο ύφος, που κινείται μεταξύ τραγωδίας και φάρσας, σάτιρας και «τέλους εποχής» σε ένα βιβλίο που σε εξαντλεί και σε μπερδεύει με τους χαρακτήρες και την ατελείωτη φλυαρία του, που έχοντας όλα αυτά τα «μειονεκτήματα» κατορθώνει να σε μαγεύει και να σε συγκινεί με την εμβάθυνση στους χαρακτήρες του.
 
Ο Σιτρίν (που κάθε επίμονος αναγνώστης έρχεται στα όριά του μαζί του – από τη μια τον συμπονεί, από την άλλη θέλει να του σπάσει το κεφάλι) χρησιμεύει στην εξέλιξη της ιστορίας, ως κεντρικός χαρακτήρας αλλά και ως αφηγητής που ψάχνει το νόημα της ζωής, ενώ ταυτόχρονα εξερευνά την ανθρώπινη κατάσταση. Έχοντας το παράδειγμα του Χάμπολντ που συνετρίβη παλεύοντας με τους δαίμονές του και, προσπαθώντας να βρει την υλική επιτυχία, βλέπει ότι κι αυτός οδεύει προς την παράνοια και το αδιέξοδο, ενώ μέσα του ξυπνάνε όλο και πιο έντονα οι ενοχές για τη συμπεριφορά του στο τέλος, προς τον μέντορά του. Η σχέση τους που χαρακτηρίστηκε από ένταση αλλά και συντροφικότητα, αναγνώριση και εμπιστοσύνη, εχθρότητα και βία, απεικονίζει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης σχέσης και της φιλίας.
 
«Κάνουμε και ξανακάνουμε τα ίδια πράγματα, συνεχώς, με τρόπο τρομερά προβλέψιμο. Συγχωρούμαστε όμως, απ’ αυτή την άποψη, αφού το κάνουμε από την επιθυμία να συνδεθούμε κάπως με την ομορφιά.»


Το βιβλίο όμως χαρακτηρίζεται και από μεγάλα αποσπάσματα, που αφορούν την «Ανθρωποσοφία», μια μυστικιστική (μάλλον θολή) φιλοσοφική θεωρία του Αυστριακού φιλόσοφου του 19ου αιώνα, Ρούντολφ Στάινερ, η οποία επηρέασε τον συγγραφέα και που κηρύττει ότι, μέσω της εσωτερικής καλλιέργειας, αποκτά ο άνθρωπος, πρόσβαση σε έναν αντικειμενικά πνευματικό κόσμο. Ο Bellow μέσω αυτής της θεωρίας, αναλύει ότι η Αμερική της δεκαετίας του ’70 (αλλά θα μπορούσε να το πει και για αργότερα αν έγραφε το βιβλίο πιο μετά) έχει εμπορευματοποιηθεί, έχει χάσει την εσωτερική της συνοχή, με τον υλισμό να έχει κυριαρχήσει. Χρησιμοποιώντας την «υπερβολικότητα» (το πικαρέσκο) που προαναφέρω, ο συγγραφέας δημιουργεί καταστάσεις κωμικοτραγικές που προσφέρουν σελίδες μεγάλης λογοτεχνικής απόλαυσης, αλλά και, μεγάλα κομμάτια του έργου που είναι παντελώς αδιάφορα και δεν προσθέτουν κάτι ιδιαίτερο στην εξέλιξη της ιστορίας.
 
Συνδυάζοντας όμως ευφυώς, ο Bellow, τα θέματα της λύτρωσης και της απώλειας, της συντροφικότητας και της αγάπης και παρασύροντας τον αναγνώστη του σε ένα λογοτεχνικό tour-de-force από τους δρόμους του Σικάγου, στην Μαδρίτη, στα ράντσα της Αμερικάνικης Δύσης και στους ουρανοξύστες των Αμερικάνικων πόλεων, προσφέρει ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, που παρά τις αντιφάσεις του και την ανισότητά του, καθηλώνει με την ομορφιά, την πολυπλοκότητα και την πολυφωνία του. «Το δώρο του Χάμπολντ», μπορεί να μη το θεωρώ «αριστούργημα» αλλά είναι ένα βιβλίο που σε προτρέπει διαρκώς να σκεφτείς για την πορεία που μπορεί να πάει η ζωή, τα βάσανα και την δυστυχία αλλά και το νόημα που υπάρχει σ’ αυτήν.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 
 
 
 
Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2024
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2024 | Permalink
Η μανία με τον Κινγκ ("Σκότωσε σαν τον Στίβεν Κινγκ")

 

Με τον Στίβεν Κινγκ (Portland, 1947), δεν έχω καμιά ιδιαίτερη σχέση. Ομολογώ ότι έχω διαβάσει ελάχιστα βιβλία του, και αυτά, δεν ξέρω αν τον αντιπροσωπεύουν απόλυτα, αφού είναι μυθιστορήματα που δεν τα λες θρίλερ ή «αστυνομικά», όπως το «Καρδιές στην Ατλαντίδα», «Στάσου πλάι μου», «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ», «Η μπαλάντα της ελαστικής σφαίρας», ενώ βρήκα κάποιες ταινίες βασισμένες στα βιβλία του εξαιρετικές – παρότι την μεταφορά της «Λάμψης» (τι μεγαλειώδης ταινία) την αποκήρυξε ο συγγραφέας, και κάποιες (ταινίες και τηλεοπτικές σειρές) που βρήκα αφόρητες! Είναι λοιπόν, η εμπιστοσύνη μου στις λογοτεχνικές ικανότητες του Δημήτρη Μαμαλούκα, που με έκανε να διαβάσω ένα βιβλίο αφιερωμένο στον αγαπημένο του συγγραφέα.
 
Εάν δεν έγραφε ο Δημήτρης Μαμαλούκας (Αθήνα, 1968), ένα μυθιστόρημα homage, στον Στίβεν Κινγκ, ποιος θα έγραφε, είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι, αντικρίζοντας το «ΣΚΟΤΩΣΕ ΣΑΝ ΤΟΝ ΣΤΙΒΕΝ ΚΙΝΓΚ» (εκδ. Κέδρος, σελ. 346). Η δεύτερη σκέψη είναι, πόσα άραγε θα χάσεις όταν δεν έχεις διαβάσει πολύ Στίβεν Κινγκ, από το βιβλίο; Η απάντηση είναι: Πολλά! Περίπου 30-40%, διότι οι παραπομπές είναι συνεχείς, όπως και οι αναφορές, ενώ διαβάζοντας στα Περιεχόμενα του βιβλίου, ότι «η αρίθμηση των κεφαλαίων παραπέμπει στο μηχανικό οδόμετρο της Plymouth Fury του 1958, την Κριστίν, του ομώνυμου μυθιστορήματος του Στίβεν Κινγκ, στην οποία τα μίλια γύριζαν ανάποδα», αισθάνεσαι λίγο «εκτός», ενθυμούμενος δε, ότι η ταινία του Carpenter, το 1983, δεν σου άρεσε καθόλου, νιώθεις λίγο άβολα.


Παρά τα «ανησυχητικά» μηνύματα όμως, όλα ξεπερνιούνται μετά τις πρώτες σελίδες, όταν αφήνεσαι να σε παρασύρει η γοητευτική ιστορία που ξετυλίγεται στις σελίδες του βιβλίου.
Ο φανατικός συλλέκτης βιβλίων του Στίβεν Κινγκ, Ρέι Στέμπινς, είχε βάλει μια αγγελία στις εφημερίδες των ΗΠΑ, ότι ενδιαφερόταν για αγορά σπάνιων βιβλίων του συγγραφέα (του «Βασιλιά» όπως τον αποκαλούν οι θαυμαστές του), με πληρωμή τοις μετρητοίς. Θα δεχτεί ένα μήνυμα από μια κοπέλα, που ονομάζεται Κριστίν Άσλεϊ και θα συναντηθεί μαζί της. Εκείνη έχει στην κατοχή της ένα αντίτυπο του «Σάλεμς Λοτ» που δεν δείχνει κάτι ιδιαίτερο ως έκδοση, αλλά το εντυπωσιακότερο είναι, ότι έχει μαζί της, μια φωτογραφία τραβηγμένη αρκετές δεκαετίες πίσω, όπου απεικονίζεται ο Στίβεν Κινγκ, μαζί με δυο άντρες, που τους αναγνωρίζει αμέσως ο φανατικός συλλέκτης. Ο ένας από τους άλλους δυο, συνδέεται με μια συλλογή έργων που ονομάζεται «αντίτυπα Σούτερ», όπου ο Τζον Σούτερ – φίλος παλιός του Κινγκ – είχε τυπώσει σε ένα μικρό τυπογραφείο που είχε σπίτι του. Το σπίτι είχε καεί, και τα αντίτυπα χάθηκαν, ώσπου η (εμφανισθείσα από το πουθενά) δεσποινίς Άσλεϊ, βεβαιώνει ότι έχει ένα αντίτυπο.
 
Ο Ρέι Στέμπινς μοιράζεται την «μανία με τον Κινγκ», με άλλους τρεις βαριά χτυπημένους από αυτήν, τον οδηγό λιμουζίνας Μπράιαν που δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες των υπολοίπων και αγοράζει φθηνές εκδόσεις, τον πάμπλουτο εκκεντρικό Νταρνέλ και τον παλαιοβιβλιοπώλη Τζέικ που συνδύαζε το εμπόριο με την προσωπική του τρέλα. Παθιασμένοι συλλέκτες που θα μπορούσαν να φτάσουν οπουδήποτε και να κάνουν οτιδήποτε, στα πλαίσια των δυνατοτήτων τους, για την απόκτηση κάποιου βιβλίου, γκάτζετ, ταινίας του Βασιλιά. Κοιτάνε με ζήλια αλλά μοχθηρία έναν άλλο συλλέκτη, με το ψευδώνυμο Ρόλαντ που κτυπούσε κάθε δημοπρασία, ενώ γύρω τους περιφέρεται άλλος ένας πλούσιος συλλέκτης, ο μεσόκοπος Λέμκε που είναι ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών και ζει με μια παλιά αγαπημένη του Ρέι. Ο Ρέι θα εμπιστευτεί τα νέα για την φωτογραφία και την ανεύρεση ενός «αντίτυπου Σούτερ» στον Μπράιαν, ο οποίος όμως δεν μπορέσει να κρατήσει το μυστικό για πολύ, ενημερώνοντας τους υπόλοιπους για το εύρημα του Ρέι και προσδοκώντας να βγάλει από αυτό αρκετά χρήματα, κάτι που θα οδηγήσει σε μια σειρά από μπλεξίματα.
 
Την ίδια περίοδο, μια σειρά από άγριες επιθέσεις συμβαίνουν. Αφορούν είτε συλλέκτες, είτε ανθρώπους που πούλησαν βιβλία του Βασιλιά. Τις επιθέσεις τις διαπράττει ένας μυστηριώδης τύπος, που ονομάζεται Σταρκ κατόπιν ανάθεσης από κάποιον άγνωστο. Στο ενδιάμεσο, ο παλαιοβιβλιοπώλης Τζέικ θα βρεθεί νεκρός στο μαγαζί του, με τα πλάνα από τις γειτονικές κάμερες να μην έχουν καθαρή εικόνα του δολοφόνου του.Ο Σταρκ θα αρχίσει να παρακολουθεί τους δύο φίλους που ακολουθούν τα στοιχεία για την ανεύρεση αντιτύπων της «συλλογής Σούτερ», τα οποία τους παραπέμπουν στην Μεγάλη Βρετανία, με την ιστορία να περιπλέκεται, φθάνοντας μέχρι τις Εβρίδες νήσους της Σκωτίας και έναν Μαύρο Πύργο…
 
«Δεν μπορείς εύκολα να εξηγήσεις σε κάποιον τους λόγους, αλλά κυρίως το πόσο σου αρέσουν τα βιβλία του Βασιλιά. Είναι η μαγεία του Κινγκ.
Η μανία με τον Κινγκ.
Είναι τα θέματά του, η γραφή του, ο τρόπος που ζωντανεύει τους εφιάλτες ή τα όνειρα του καθενός, η μοναδική του μαεστρια να μιλάει στην καρδιά του κάθε ανθρώπου στη γη ξεχωριστά. Είναι σχεδόν ανατριχιαστική η αίσθηση που συναντάς σε κάθε του βιβλίο, αυτό που νομίζεις ότι ζεις μαζί με τους ήρωές του, ταυτίζεσαι μαζί τους, λες και τους γνωρίζεις χρόνια, λες και σε γνωρίζουν κι εκείνοι.
Κι έπειτα είναι οι αναρίθμητες καθηλωτικές σκηνές των βιβλίων του. Οι σκηνές τρόμου που σου παγώνουν το αίμα, οι αριστοτεχνικοί διάλογοι και μονόλογοι, όπως και πολλά διηγήματα ή νουβέλες που σε σημαδεύουν για πάντα, όπως η «Κάντιλακ του Ντόλαν».
Έτσι δεν χρειάζεται να ανταλλάξεις ούτε κουβέντα με κάποιον άλλο φανατικό του αναγνώστη. Αρκεί ένα βλέμμα, ή αρκεί να τον δεις να περπατάει κουβαλώντας στο χέρι το ογκώδες Κοράκι, γεμάτο χαρτάκια σημειώσεων να περισσεύουν απ’ τις σελίδες. Η αρκεί να είστε δίπλα δίπλα σε μια ουρά για μια υπογραφή του Βασιλιά. Βλέπεις, η προσμονή για την ανεκτίμητη στιγμή της υπογραφής και της αφιέρωσης έχει μια μοναδική λάμψη, καθρεφτίζεται σαν λαμπρός πρωινός ήλιος στο πρόσωπο όλων.»


Ο φανατικός αναγνώστης του Στίβεν Κινγκ, ήδη από τα λίγα που έγραψα για την ιστορία που περιγράφει ο Μαμαλούκας, θα αντιληφθεί τις αναφορές στα έργα του «Βασιλιά». Η επιτυχία όμως του βιβλίου είναι στην δημιουργία της ατμόσφαιρας, που μεταφέρει το κινγκικό σύμπαν, ακόμα και στον πλέον ανυποψίαστο και άσχετο με το λογοτεχνικό έργο του Κινγκ, αναγνώστη. Με το γνώριμό του ύφος από τα περισσότερα βιβλία του, ο Μαμαλούκας, αναπτύσσει την ιστορία με ρυθμό, αγωνία και την ολοκληρώνει με έξοχο τρόπο, στο τελευταίο μέρος, που παραπέμπει περισσότερο σε gothic μυθιστόρημα, παρά σε σύνηθες αστυνομικό.
 
Οι εμμονές «βασανίζουν» τον Μαμαλούκα, από τα πρώτα του έργα (και μάλλον σε ότι έχει γράψει έως τώρα). Στο παρόν μυθιστόρημα, σε πρώτο πλάνο, προβάλλεται η εμμονή του συλλέκτη, που το πάθος του, τον κυριεύει και δεν τον αφήνει ούτε λεπτό – αυτή η «ανθρωποφάγα εμμονή» όπως γράφει σε ένα σημείο του βιβλίου, που εμπεριέχει στοιχεία εγωισμού, απληστίας και παραπέμπει σε πολλά ψυχολογικά σύνδρομα. Ο Μαμαλούκας βέβαια αναγνωρίζει την ματαιότητα όλων αυτών, το αδιέξοδο κυνήγι της απόκτησης όλο και περισσότερων έργων του Κινγκ, ενώ η ανατροπή του φινάλε προσθέτει το γλυκόπικρο συναίσθημα, που συνήθως αναβλύζει από τα βιβλία του συγγραφέα.
 

Το «ΣΚΟΤΩΣΕ ΣΑΝ ΤΟΝ ΣΤΙΒΕΝ ΚΙΝΓΚ», είναι ένα ωραίο αγωνιώδες μυθιστόρημα, μια σπουδή πάνω στον Αμερικανό συγγραφέα και ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής, που έχει μέσα του, πολλή και ενδελεχή έρευνα και λεπτομέρειες που προκαλούν θαυμασμό. Οι αγνοούντες την πλειονότητα των δημιουργιών του Κινγκ, σίγουρα χάνουμε ένα μεγάλο κομμάτι της απόλαυσης που θα εισπράξουν οι φανατικοί θαυμαστές του. Ακόμα κι έτσι όμως, μπορούμε να εκτιμήσουμε την αξία ενός βιβλίου-αναφοράς και ομολογίας θαυμασμού. Εύχομαι να φτάσει με κάποιον τρόπο, μεταφρασμένο, στα χέρια του Στίβεν Κινγκ.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2024
posted by Librofilo at Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2024 | Permalink
Colm Toibin "Ο Μάγος"
Η «μυθιστορηματική βιογραφία», είναι ένα λογοτεχνικό είδος που δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα στη χώρα μας, σε αντίθεση με τον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Είναι ένα ιδιαίτερα απαιτητικό είδος, που απαιτεί μεγάλη τεχνική για να μη γίνει «σκανδαλοθηρικό ανάγνωσμα» ή βαρετή απεικόνιση καθημερινότητας που δεν προσθέτει τίποτα σε μια βιογραφία. Μια απαραίτητη συνθήκη στο «βιογραφικό μυθιστόρημα», είναι ο αναγνώστης να κατανοήσει ότι δεν διαβάζει μια επιστημονική ή πιστή βιογραφία της ζωής ενός προσώπου, αλλά περισσότερο ένα μυθιστόρημα, μια μυθοπλαστική αναπαράσταση στιγμών, συζητήσεων, πράξεων, που στηρίζονται σε απομνημονεύματα, βιογραφίες, φωτογραφίες. Οι διάλογοι στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι κατασκευασμένοι και υπάρχει (συνήθως) αυθαίρετη κατασκευή κάποιων καταστάσεων, δεδομένων των συνθηκών που έχουν ήδη περιγραφεί .
 
Ο έξοχος Ιρλανδός συγγραφέας Colm Toibin (Enniscorthy, 1955), είναι ένας συγγραφέας που σε όλη του τη λογοτεχνική διαδρομή, δημιουργεί χαρακτήρες αληθινούς, με ένταση και ζωντάνια, ενδιαφέρον και δυναμική. Ένα από τα εξαιρετικά του μυθιστορήματα, ήταν η βραβευμένη «μυθιστορηματική βιογραφία», με τίτλο «Χένρι Τζέιμς, ο Δάσκαλος» (2004), που μετέφερε με υπέροχο στυλ, μερικά χρόνια από τη ζωή του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα. Εκεί όμως, ο Toibin, δεν έγραψε για τη ζωή του James, στάθηκε σε μια περίοδο της ζωής του, αφιερώνοντας πολλές σελίδες στην (καταπιεσμένη) ομοφυλοφιλία του και στις επιλογές που έκανε για την καριέρα του. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Τομπίν επανέρχεται με μια μυθιστορηματική βιογραφία, ενός άλλου λογοτεχνικού μύθου, ακόμα μεγαλύτερου από τον Henry James, του Thomas Mann, ενός εκ των πέντε-έξι εμβληματικότερων συγγραφέων του περασμένου αιώνα και δημιουργεί μια συγκλονιστική οικογενειακή saga, ένα επικό μυθιστόρημα 686 σελίδων, με τίτλο «Ο ΜΑΓΟΣ» («The Magician») – (εκδ. Ίκαρος, μετάφραση Αθ. Δημητριάδου).


Το μυθιστόρημα ακολουθεί τη ζωή του Τόμας Μαν, από τα εφηβικά χρόνια της ζωής του, και πιο συγκεκριμένα από το 1891 στο Λίμπεκ, που ο νεαρός Τόμας ήταν 16 ετών (γεννήθηκε το 1875), έως πέντε χρόνια πριν πεθάνει (απεβίωσε το 1955), στην επιστροφή του στην Ευρώπη το 1950. Αυτά τα 60 χρόνια που περνάνε μέσα, από 18 κεφάλαια σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, από την τριτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα, μας προσφέρουν ένα (σχεδόν) πλήρες πορτρέτο της προσωπικότητας του ήρωά του, που αποκαλείτο «Μάγος» από τα παιδιά του, αρχικά λόγω κάποιων τρικ που τους έκανε με τα χέρια του, αλλά και ως ένδειξης σεβασμού προς την λογοτεχνική του αξία.
 
Ο Toibin, θέτει διαρκώς το ερώτημα προς αναγνώστη και προς εαυτόν, αν μπορεί ένας τόσο μεγάλος δημιουργός να ζήσει τη ζωή ενός καθημερινού ανθρώπου. Το βιβλίο που ξεκινάει με μια σκηνή αντάξια των καλύτερων λογοτεχνικών στιγμών του Τόμας Μαν, με την Βραζιλιανογερμανίδα μητέρα του Τόμας και του Χάινριχ Μαν (μεγαλύτερου αδερφού του Τόμας), να ετοιμάζεται για μια δεξίωση, με τα παιδιά να παρακολουθούν έκθαμβα, περιγράφει την εφηβική ηλικία του Μαν, τον θάνατο του πατέρα και την φυγή της οικογένειας από το Λίμπεκ για το Μόναχο, με την περιουσία να περνάει σε οικογενειακή διαχείριση, με αυστηρές ακόμα και για την χήρα Τζούλια προδιαγραφές. Ο Τομπίν δείχνει την διάσταση των δύο αδελφών, του Χάινριχ που έχει από μικρός πολύ ισχυρή προσωπικότητα, αρνούμενος να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση και επιμένοντας να γίνει συγγραφέας, ενώ οι αριστερές του απόψεις τον έφερναν σε σύγκρουση σχεδόν με όλους και του Τόμας που ονειρευόταν αυτοκρατορικά μεγαλεία για τη χώρα του, εμφανώς απολιτικού στην αρχή και ουσιαστικά μέχρι τη μέση της ζωής του.
 
Ο Τόμας θα γράψει και θα εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα τους «Μπούντεμπροκ» σημειώνοντας πάταγο στη χώρα, με μεγάλη κριτική αλλά και εμπορική αποδοχή. Θα παντρευτεί την Κάτια – ένας γάμος που προκάλεσε την σχετική έκπληξη - που ήταν από πάμπλουτη οικογένεια Γερμανοεβραίων και θα κάνει μαζί της έξι παιδιά. Η καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του, που είχε εκδηλωθεί με σχέσεις στο Λίμπεκ και στο Μόναχο, θα περιοριστεί εμφανώς ακόμα περισσότερο, ενώ η σχέση του με την ευφυέστατη και συγκροτημένη Κάτια, θα έχει τους δικούς της κανόνες.
 

«Στα χρόνια του γάμου τους, με την προσεγμένη εποπτεία της, είχαν καταλήξει σε έναν διακανονισμό. Είχε αρχίσει συμπτωματικά, χωρίς πολλή σκέψη, όταν η Κάτια ανακάλυψε πως ένα συγκεκριμένο κρασί, το Ρίσλινγκ του Ντομέν Βαίνμπαχ, ζωντάνευε τον Τόμας, τον έκανε φλύαρο και ταυτόχρονα πρόθυμο ν’ ακύει προσεκτικά ό,τι του έλεγαν. Μετά το κρασί ο Τόμας έπινε ευχαρίστως ένα κονιάκ, μπορεί και δύο. Και μετά η Κάτια, αφού τον καληνύχτιζε, ανέβαινε επάνω, σίγουρη ότι οσονούπω ο Τόμας θα άνοιγε την πόρτα του δωματίου της.
Ανάμεσα στους όρους της σιωπηρής συμφωνίας τους ήταν ένας που έλεγε ότι ακριβώς όπως ο Τόμας δεν θα έκανε ποτέ το παραμικρό που θα έθετε σε κίνδυνο την οικογενειακή τους ευτυχία, έτσι και η Κάτια θα αναγνώριζε χωρίς παράπονα τη φύση των πόθων του, θα αντιμετώπιζε καλοπροαίρετα τις μορφές στις οποίες το βλέμμα του έσπευδε να σταθεί και θα δήλωνε ξεκάθαρα την προθυμία της, ανάλογα με την περίσταση, να αναγνωρίζει την αξία του ασχέτως των εκάστοτε συμπεριφορών του.»
 
Ο Toibin περιγράφει το πως προέκυψαν τα σπουδαία έργα του Τόμας Μαν, το «Ο θάνατος στη Βενετία» (μια σχεδόν αυτοβιογραφική ιστορία που προκάλεσε την συντηρητική κοινωνία της Γερμανίας), το «Μαγικό Βουνό» (μετά την εισαγωγή και διαμονή της Κάτιας σε μια Ελβετική κλινική αλλά και τη δική του διαμονή εκεί), την απονομή του βραβείου Νόμπελ, που τον μετέτρεψε σε λογοτεχνικό σύμβολο της χώρας του. Την οικογενειακή «γαλήνη» που προσπαθεί να οικοδομήσει η Κάτια για την οικογένεια των Μαν, με τα έξι παιδιά που ήρθαν σχετικά νωρίς, θα διαταράξουν ο Α παγκόσμιος πόλεμος (ο Τομπίν περιγράφει πως στήριξε ο Τόμας την Γερμανική πολιτική και τη στρατιωτική μεγαλομανία), και η περίοδος που ακολούθησε όταν κινδύνευσε η ζωή του συγγραφέα, ο οποίος θεωρείτο συντηρητικός και αντίθετος με τα επαναστατικά ρεύματα της εποχής, αλλά και τα οικογενειακά δράματα που προέκυπταν το ένα μετά το άλλο.
 
Η οικογένεια των Μαν, ζούσε σε μια διαρκή φυγή και μετακίνηση. Η περίοδος των Ναζί, η μετανάστευση αρχικά στην Ελβετία και αργότερα στις Η.Π.Α., περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο και ο Toibin, παραθέτει τις αλλαγές που συμβαίνουν στην αντίληψη του Τόμας Μαν, που αρνείται από τη μια να καταδικάσει ανοιχτά τα Ναζιστικά εγκλήματα, σκεπτόμενος την εμπορική πορεία των βιβλίων του, κι από την άλλη, την τεράστια αποδοχή που γνώρισε στις Η.Π.Α., με τον Ρούζβελτ να σκέφτεται την πιθανή ανάληψη της ηγεσίας στη νέα Γερμανία που θα προέκυπτε μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου από τον Τόμας Μαν, ενώ την ίδια στιγμή του ζητείτο μετ’ επιτάσεως να μη προπαγανδίζει την είσοδο των Η.Π.Α. στον πόλεμο παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του. Ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας θα βιώσει την πολιτική αμφισβήτηση, όταν λίγο πριν το τέλος της ζωής του, θα δει το FBI να σκαλίζει το παρελθόν το δικό του και των πιο κοντινών του ανθρώπων, ως υπόπτων για «αντιαμερικανική δράση»
 
«Τα σεξουαλικά του όνειρα είχαν βρει τη θέση τους στα διηγήματα και στα μυθιστορήματά του, όμως στη μυθοπλασία μπορούσαν να περάσουν σαν λογοτεχνικά παιχνίδια. Από τη στιγμή που ήταν πατέρας έξι παιδιών, κανείς δεν τον είχε κατηγορήσει ποτέ για κρυφές διαστροφές. Αν όμως δημοσιεύονταν τα ημερολόγια, δεν θα άφηναν περιθώρια αμφιβολίας για το ποιος ήταν και τι ονειρευόταν. Θα αποκάλυπταν ότι ο απόμακρος, σχολιαστικός τόνος του, η χαρακτηριστική του ακαμψία, η ανάγκην να τον τιμούν και να τον παρακολουθούν δεν ήταν άλλο από μάσκες που στόχο είχαν να συγκαλύπτουν τους ποταπούς γενετήσιους πόθους του.»


Μαζί με όλα αυτά, παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα εντός της οικογένειας των Μαν. Από την διαμονή στην Ελβετία, μέχρι την πολυτελή έπαυλη που έχτισαν στην Καλιφόρνια, ο Toibin, περιγράφει την καθημερινότητα μιας διαφορετικής οικογένειας. Με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, τον Κλάους – ήδη καθιερωμένο συγγραφέα – και την Έρικα με την ισχυρή προσωπικότητα, έως τα μικρότερα παιδιά και τον μεγάλο αδελφό, τον Χάινριχ, που δεν γνώρισε ποτέ την αναγνωρισιμότητα που ίσως του άξιζε (πέραν του «Γαλάζιου Άγγελου»). Ο Toibin, θίγει διακριτικά το θέμα της ομοφυλοφιλίας, ως κάτι που ήταν εμφανές σε όλους, παραθέτοντας σκηνές, βλέμματα, ελάχιστες κουβέντες με σερβιτόρους και λοιπούς αστραφτερούς νεαρούς, πάντα υπό την άοκνη παρακολούθηση της Κάτιας, με την οποία υπήρχε μια σιωπηρή συμφωνία, δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να «ρεζιλευτεί» η οικογένεια. Ο Τόμας Μαν περιγράφεται ως εστέτ, ως ένας άνθρωπος που του άρεσε το «ωραίο» ανεξαρτήτως φύλου, ως ένας καταπιεσμένος άνθρωπος που δεν μπορούσε (ή ήταν πολύ αδύναμος) να εκδηλώσει τα συναισθήματά του, ακόμα και στους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Η μοναδική φορά που βρίσκεται σε πανικό, είναι όταν τα ημερολόγια του, κινδύνευαν να πέσουν στα χέρια των Ναζί, μετά τη βιαστική φυγή της οικογένειας από το Μόναχο και την παραμονή στην Ελβετία. Σκέπτεται τι θα γινόταν εάν αυτά δημοσιοποιούντο, διαβάζει τι συνέβη στον Όσκαρ Ουάιλντ και ζει μια περίοδο φρίκης μέχρι να λυθεί το θέμα.
 
Η ζωή της οικογένειας των Μαν, περιγράφεται με κινηματογραφικό τρόπο και ο αναγνώστης νιώθει ότι παρακολουθεί μια εξαίσια λογοτεχνική saga, με τον κεντρικό ήρωα – σύμβολο και έμβλημα – να κυριαρχεί με την παρουσία του και όλους (μα όλους) τους οικείους του, να περιφέρονται γύρω του. Δεν είναι τυχαίο, που όλα του τα παιδιά (εκτός της Ελίζαμπεθ που «απελευθερώθηκε» ουσιαστικά μετά τον πόλεμο), εξαρτώντο από εκείνον, ούτε η βαριά σκιά που έριχνε η προσωπικότητά του πάνω σε οτιδήποτε προσπαθούσαν να κάνουν. Μια οικογένεια που λες και βγήκε μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα του σήμερα, πολυφωτογραφημένη (είναι εκατοντάδες οι φωτογραφίες που μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο με τον «Πατριάρχη» Τόμας, να στέκεται στη μέση και γύρω του ολόκληρη η οικογένεια σε παράταξη) και που απολάμβανε ένα τρομακτικό hype στην επαρχιακή στη νοοτροπία Αμερική των 30’s και 40’s, ενδεχομένως μόνο ανάλογο με αυτό που απολάμβανε η οικογένεια Κένεντι στα 60’s.
 
Οι σχέσεις του Τόμας Μαν, με τα παιδιά και τον αδελφό του Χάινριχ, καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος του Toibin. Οι πολιτικές διαφωνίες με τον Χάινριχ και η πίεση που ασκούσαν τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, ο Κλάους και η Έρικα στο να βγει περισσότερο δυναμικά ο Τόμας στο κοινό, καταδικάζοντας τους Ναζί προσδίδουν τεράστιο ενδιαφέρον στο βιβλίο, όπως και τα γενικότερα θέματα της οικογένειας. Ο απόμακρος και πάντα ευρισκόμενος σε ένα βάθρο – ακόμα και μέσα στο ίδιο του το σπίτι συγγραφέας και η επιρροή του στους πάντες, αποδίδονται θαυμάσια μέσα από τη φαντασία του Τομπίν, με λογοτεχνικές λεπτομέρειες που σαγηνεύουν – εξάλλου ο Μαν ήταν κι εκείνος στα βιβλία του, μάστορας της λεπτομέρειας και της κυριολεκτικής απεικόνισης κινήσεων και βλεμμάτων, κι εδώ ο Τομπίν, λογοτέχνης μεγέθους κι αυτός, ανταποκρίνεται με τρόπο εκπληκτικό.
 
«Υπήρχαν δύο άντρες στους οποίους δεν εξελίχθηκε και απ’ αυτούς θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο, αν κατόρθωνε να επικαλεστεί όπως έπρεπε το πνεύμα τους. Ο ένας άντρας ήταν ο εαυτός του χωρίς το ταλέντο του, χωρίς τη φιλοδοξία του αλλά με την ίδια ευαισθησία. Κάποιος απόλυτα ικανοποιημένος σε μια γερμανική Δημοκρατία. Ένας άντρας που του άρεσε η μουσική δωματίου, η λυρική ποίηση, η οικιακή γαλήνη, η σταδιακή μεταρρύθμιση. Ένας άντρας όλο συνείδηση, ο οποίος θα είχε παραμείνει στη Γερμανία, ακόμη και στη φάση που η Γερμανία εκβαρβαριζόταν, ζώντας μια ζωή μέσα στο φόβο σαν εξωτερική εξορία.
Ο άλλος άντρας ήταν κάποιος που δεν ήξερε τι θα πει επιφυλακτικότητα, που η φαντασία του ήταν παράφορη και ασυμβίβαστη όσο και η σεξουαλική του ορμή, ένας άνθρωπος που κατέστρεφε όσους τον αγαπούσαν, επεδίωκε να κάνει μια τέχνη αυστηρή που περιφρονούσε κάθε παράδοση, μια τέχνη εξίσου επικίνδυνη όσο και ο κόσμος που έπαιρνε σιγά σιγά σχήμα. Ένας άντρας που τον είχαν αγγίξει οι δαίμονες, που το ταλέντο του ήταν το απότοκο συμβολαίου με τους δαίμονες.»


Λείπουν βέβαια από το βιβλίο, όπως μπορεί να διαπιστώσει εύκολα κανείς, οι λεπτομερείς αναφορές στα βιβλία, στα έργα του Τόμας Μαν, κάτι που μπορεί να προκαλέσει συζητήσεις ή ίσως και δυσαρέσκεια σε μια μερίδα αναγνωστών. Ο Τομπίν μάλλον θεωρεί ότι οι ιστορίες που απασχολούν τον Μαν, εντάσσονται μέσα στη ζωή του και τα βιβλία του είναι ουσιαστικά μια συνέχειά της. Ασχολείται λοιπόν, με τις «μεγάλες συνθέσεις» του Τόμας Μαν, σε άλλες περισσότερο Δόκτωρ Φάουστους» και «Θάνατος στη Βενετία») σε άλλες λιγότερο Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού», «Η Λόττε στη Βαϊμάρη») και καθόλου στις μικρές νουβέλες ή στα διηγήματα του μεγάλου συγγραφέα, ενώ μαθαίνουμε λίγο απότομα για τους «Μπούντεμπροκ» και την επιτυχία τους στα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος. Το βιβλίο όμως δεν είναι βιογραφία – όπως αναφέρω στην αρχή του κειμένου -, ούτε επιστημονική διατριβή, είναι ένα μυθιστόρημα, που μπορεί να διαβαστεί άνετα και από κάποιους που δεν έχουν ιδέα για το έργο του Τόμας Μαν, ως μια εξαίσια οικογενειακή saga.
 
Το πιο ενδιαφέρον όμως (τουλάχιστον για τον γράφοντα) στοιχείο του εξαιρετικού μυθιστορήματος του Toibin, είναι η μεταστροφή (και η μετεξέλιξη) του Τόμας και της Κάτιας, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο, σε σχέση με την πατρίδα τους. Ο Μαν ήταν ένας άνθρωπος που παρέμεινε Γερμανός σε όλο του τον βίο, αλλά ήταν κι ένας άνθρωπος που σιχάθηκε την Γερμανία όπως είχε μετατραπεί. Ξεκινώντας από την αρχή της διακυβέρνησης των Ναζί, έβλεπε ότι η χώρα που λάτρευε γινόταν κάτι ξένο, κάτι εφιαλτικό. Δεν ήταν βέβαια κάτι περίεργο να το νιώσει αυτό ο Μαν – όπως περιγράφει ο Τομπίν -, το λογοτεχνικό του ύφος, πολιτισμένο, ήρεμο, τελετουργικό, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με αυτό των Ναζί, το άγριο και βάρβαρο, το ορμητικό και βίαιο. Η Κάτια κατά τη διάρκεια του πολέμου, υποστήριζε ότι η Γερμανία πρέπει να ισοπεδωθεί, «να γίνει πατατοχώραφο» ώστε να τροφοδοτεί ολόκληρη την Ευρώπη και δεν ήθελε με τίποτα να ακούει για επιστροφή στη χώρα τους. Ο εμβληματικός συγγραφέας δε, υποστήριζε ότι ο Ναζισμός έχει ρίζες στην ίδια τη δομή, στον χαρακτήρα του γερμανικού πολιτισμού, ήταν δηλαδή θέμα κουλτούρας κι όχι κάτι μεμονωμένο και περιστασιακό, που προέκυψε από το πουθενά. Η επιστροφή του στη Γερμανία για μια σειρά ομιλιών – η οποία κλείνει το βιβλίο – έχει νοσταλγία και πικρία αλλά και συνειδητοποίηση της ταυτότητάς του.
 
«Ο Μάγος», είναι ένα βιβλίο με τόσες λεπτομέρειες που μπορεί κανείς να μιλάει ώρες γι’ αυτό ή να γράψει σελίδες επί σελίδων. Η αινιγματική φυσιογνωμία του Τόμας Μαν, οι πολλοί χαρακτήρες που παρελαύνουν από τις σελίδες του, τα τόσα γεγονότα που αναφέρονται, το καθιστούν ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, ένα έργο που διαβάζεται απνευστί και καθηλώνει τον αναγνώστη του. Πρέπει να τονιστεί η εξαιρετική μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου (που γνωρίζει και αποδίδει έξοχα το ύφος του Colm Toibin), που συμβάλλει απεριόριστα στην απόλαυση αυτού του υπέροχου μυθιστορήματος.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  

 
Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2024 | Permalink
Santiago Gamboa "Η νύχτα θα είναι μεγάλη"
Μια ενέδρα σε έναν επαρχιακό δρόμο, που καταλήγει σε σφαγή, ένας αυτόπτης μάρτυρας, πτώματα που εξαφανίζονται και μέσα σε λίγες ώρες, ουδείς φαντάζεται ότι έγινε κάτι στην περιοχή. Κάποιοι που πιστεύουν ακόμα στη Δικαιοσύνη, σε μια χώρα που ο ένας θάνατος διαδέχεται τον άλλον και η διαφθορά είναι μονίμως και διαρκώς παρούσα, ενώ, Εκκλησίες ανταγωνίζονται η μία την άλλη, με σκοτεινούς σκοπούς. Το νέο μυθιστόρημα του πολύ καλού Κολομβιανού συγγραφέα, Santiago Gamboa (Μπογκοτά, 1965), με τίτλο «Η ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ» («Sera larga la noche») – (εκδ. Διόπτρα, μετάφρ. Δ. Σταυρίδου, σελ. 521), εκτυλίσσεται στη Κολομβία, μια χώρα τόσο αντιφατική, όσο είναι και η άγρια ομορφιά της, μια χώρα που δεν μπορεί να ηρεμήσει και να προχωρήσει, ταλαιπωρημένη από τη βία και την διαφθορά.
 

Η ιστορία που περιγράφει ο ικανότατος συγγραφέας, εκτυλίσσεται στις μέρες μας, στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, με τον εμφύλιο πόλεμο που ταλάνιζε τη χώρα για 50 χρόνια να έχει (τύποις) τελειώσει, οι πόλεμοι των ναρκωτικών (υποτίθεται ότι) δεν είναι στο προσκήνιο πλέον, αλλά οι φόνοι βρίσκονται διαρκώς στη καθημερινότητα και τίποτα δεν εκπλήσσει πια κανέναν.
Μια αυτοκινητοπομπή διασχίζει μια μακρινή περιοχή της χώρας, πολλές ώρες μακριά από την Μπογκοτά. Η περιοχή της Τιεραντέντρο, είναι γνωστή για την αρχαιολογική της αξία, όπου υπάρχουν θολωτοί τάφοι που είναι «μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς», ενώ είναι ουσιαστικά περιοχή των ιθαγενών ινδιάνων Πάες ή Νάσα.
Σε αυτή την περιοχή, η αυτοκινητοπομπή με τα θηριώδη jeep, δέχεται επίθεση με όπλα τελευταίου τύπου, και υπάρχουν πολλοί νεκροί. Κανείς δεν βλέπει όμως ότι, όλα τα παρακολουθεί ένα παιδί πάνω σε ένα δέντρο. Μετά από λίγες ώρες,  ένα ανώνυμο τηλεφώνημα ενημερώνει την αστυνομία της περιοχής, η οποία ειδοποιεί τις Κεντρικές Αρχές της Μπογκοτά. Μόλις όμως ενημερώνεται ο αρμόδιος Εισαγγελέας, η υπόθεση εξαφανίζεται και τα στόματα κλείνουν. Παρά τις κλήσεις της Εισαγγελίας, οι Αρχές της περιοχής διαβεβαιώνουν ότι δεν έχουν βρει τίποτα και γι’ αυτούς δεν υπάρχει συμβάν.
 
Ο Εισαγγελέας που ενημερώθηκε για το περίεργο αυτό γεγονός, είναι ο Έντιλσον Χαβιέρ Χουτσινιαμούι, ινδιάνικης καταγωγής, ένας πολύ τίμιος πενηντάρης και μονήρης άνθρωπος που είναι αφοσιωμένος στο καθήκον του. Γνωρίζει ότι δεν θα μπορέσει να βρει κάτι κινούμενος από την υπηρεσιακή οδό, και λέει την ιστορία σε μια καλή του φίλη, την ανεξάρτητη δημοσιογράφο Χουλιέτα Λεζάμα, που ψάχνει για θέματα βίαια και με πολλούς θανάτους, αφού αυτές οι ιστορίες πουλιούνται καλύτερα στα Μέσα της Βόρειας Αμερικής με τα οποία συνεργάζεται. Η Χουλιέτα είναι μια χωρισμένη γυναίκα με δυο έφηβους και με έντονα προβλήματα αλκοολισμού, αλλά είναι ικανότατη στη δουλειά της και πολύ έμπιστη. Βοηθός της είναι η ευφυής και δυναμική Χουάνα, που βίωσε την αδικία από την εφηβεία της στο Κάλι και έγινε αντάρτισσα, πολεμώντας στον Εμφύλιο. Πλέον συνεργάζεται με την Χουλιέτα και εκείνη είναι που της γνώρισε τον Εισαγγελέα Έντιλσον. Αυτό το ιδιόμορφο τρίο, θα βρεθεί μπροστά σε μια δαιδαλώδη υπόθεση με πολλές προεκτάσεις, που στην αρχή τουλάχιστον δεν μπορεί να φανταστεί κανείς.
 
«Στη γειτονιά μου τριγύριζαν διάφορες ομάδες, πολιτοφύλακες και παραστρατιωτικοί, κάθε τρεις και λίγο ακούγονταν πυροβολισμοί. Εμένα μου άρεσαν αυτοί των FARC γιατί είχαν μυστηριώδη αέρα και ήταν σκληροί. Καθόλου με το γάντι, αυτός ήταν ο τρόπος. Ένας ξάδελφός μου, ο Τόμπι, ήταν ήδη μέλος τους. Μίλησα μαζί του και μου έδωσε φυλλάδια για τον ανταρτοπόλεμο κι ένα φθαρμένο βιβλίο, το πώς δενότανε τ’ ατσάλι, του Νικολάι Οστρόφσκι. Ήταν τόσο πολυδιαβασμένο και βρόμικο, που νόμιζα ότι θα κολλήσω ψώρα ξεφυλλίζοντάς το. Δεν κατάλαβα τίποτα, όμως μου άρεσε. Μου άρεσε η ιδέα ότι έπρεπε να μελετήσω και να μάθω την Ιστορία, με κεφαλαίο. Αυτό έκανα, μόνη μου, καθ’ όλη τη διάρκειατου ανταρτοπόλεμου: πολεμούσα και μελετούσα. Πολλές φορές αυτά τα δυο ήταν το ίδιο. Πριν κλείσω τα δεκάξι είχα ήδη πάει στο Τοριμπίο μαζί με τον αδελφό μου, τον Κάρλος Ντουβάν. Καταφέραμε να βρούμε έναν σύνδεσμο και ζητήσαμε να ενταχθούμε στις FARC. Μας δέχτηκαν. Ολοκληρώσαμε την πολιτική καθοδήγηση και μετά τη στρατιωτική εκπαίδευση. Μέσα σε λίγους μήνες, ακούγοντας τις ιστορίες των συντρόφων, η οργή μου είχε καταλαγιάσει. Αυτό που είχε συμβεί στον αδελφό μου και σ’ εμένα δεν ήταν τίποτα μπροστά στις θηριωδίες που είχαν βιώσει άλλοι.
Θυμάμαι που σκέφτηκα: Αυτή η κωλοχώρα στην οποία είχα την ατυχία να γεννηθώ, είναι ένα πεδίο εκτελέσεων, μια αίθουσα βασανιστηρίων, μια μηχανική πρέσα που ξεκοιλιάζει τους αγρότες, τους αυτόχθονες, τους μιγάδες και τους μαύρους. Δηλαδή τους φτωχούς. Οι πλούσιοι αντίθετα είναι θεοί εξ ορισμού. Κληρονομούν περιουσίες και ονόματα, δεν δίνουν δεκάρα για τη χώρα και την απαξιώνουν. Πίσω από τα κομψά ονοματεπώνυμα τι υπάρχει; Ένας απατεώνας προπάππος, ένας δολοφόνος προπροπάππος. Ληστές των πόρων και της γης. Τότε πήρα την απόφαση: Θα τους γαζώσω αυτούς τους μπάσταρδους με σφαίρες, είναι το μόνο που φοβούνται και σέβονται, το μόνο που ακούν. Σφαίρες που τρυπούν το κορμί για να μάθουν.»
 
Η Χουλιέτα πηγαίνοντας στην περιοχή όπου έγινε το συμβάν, δεν θα αργήσει να βρει στοιχεία που το αποδεικνύουν – καθώς η εκπαιδευμένη στον ανταρτοπόλεμο Χουάνα ξέρει που να ψάξει -, ενώ βρίσκει και το αγόρι, έναν έφηβο, που το όνομά του είναι Φράνκλιν και είναι ο γιος ενός ζευγαριού ανταρτών που ο πατέρας του έχει σκοτωθεί και η μητέρα του αγνοείται. Ο Φράνκλιν είναι σε διαρκή αναζήτησή της και ψάχνει στο διαδίκτυο για πληροφορίες ενώ βοηθάει και σε μια Ευαγγελική εκκλησία που δραστηριοποιείται στην περιοχή. Η Χουλιέτα ψάχνοντας συνεχώς στοιχεία, πέφτει πάνω στον ηγέτη της Ευαγγελικής Εκκλησίας, έναν σκοτεινό τύπο που θυμίζει έμπορο ναρκωτικών και ο οποίος έχει έρθει πρόσφατα στην περιοχή και παρουσιάζεται ως Μεσσίας. Όσο εισέρχονται περισσότερο στην υπόθεση, η Χουλιέτα και η Χουάνα, βλέπουν τον ανταγωνισμό μεταξύ Εκκλησιαστικών δογμάτων και αυτοπροσδιοριζόμενων «σωτήρων» που εκμεταλλεύονται τις αγροτικές περιοχές όχι μόνο της Κολομβίας αλλά και των γειτονικών χωρών, όπου η κεντρική εξουσία είναι απούσα και αδιαφορεί τελείως.
 
Ο Γκαμπόα αναπαριστά με πειστικό τρόπο, την ατμόσφαιρα στη χώρα μετά τον πολυετή και αιματηρό εμφύλιο, που εξολόθρευσε την Κολομβιανή ενδοχώρα. Οι αντιθέσεις ισχυρών και αδύναμων, πλούσιων και φτωχών διογκώθηκαν, και τα μεγάλα συμφέροντα, είτε αυτά λέγονται Εκκλησίες, είτε λέγονται πολυεθνικές επιχειρήσεις, είτε βέβαια καρτέλ ναρκωτικών, εξουσιάζουν και μάχονται μεταξύ τους για την εξουσία και το χρήμα. Η ζωή στις περιοχές που περιγράφει ο συγγραφέας συνιστά ένα επικίνδυνο σπορ, μια πράξη ηρωισμού, με την κατάσταση να μην αλλάζει, μετατρέποντας τον λαό σε απαθή και αδιάφορο για το τι συμβαίνει μπροστά στα μάτια του.
 
«Το μενού έμοιαζε πλούσιο, ωστόσο όταν ξαναδιάβασε τις αναφορές συνειδητοποίησε ότι όλες αφορούσαν περιπτώσεις του παρελθόντος. Το τεράστιο κύμα του εμφύλιου, ο οποίος είχε πια τελειώσει, συνέχιζε να ξεβράζει πτώματα στην ακτή. Η χώρα εξακολουθούσε να ξεπατώνει την πανέμορφη βλάστησή της για να ξεθάψει από τη γη χιλιάδες μοναχικά οστά, έτσι ώστε καθένα από αυτά να ξαναβρεί το όνομά του και να πει την ιστορία του.
«Κολομβία, ένα απέραντο οστεοφυλάκιο», μουρμούρισε.»


Με όπλο του το φλεγματικό (που κάποιες φορές μοιάζει αγγλοσαξωνικό) χιούμορ, ο Γκαμπόα περιγράφει τα γεγονότα, με ένταση – αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο προσόν του βιβλίου –, και ξεδιπλώνει μια ιστορία αρκετά μπερδεμένη, που όμως κρατάει διαρκώς τον αναγνώστη της σε εγρήγορση. Περισσότερο επηρεασμένος από το αμερικανικό νουάρ, παρά από την βαριά λογοτεχνική κληρονομιά της χώρας του, ο συγγραφέας επιμελείται με προσοχή το αγωνιώδες και θριλερίστικο στοιχείο στην ιστορία του με ιδιαίτερα έντονες εικόνες που θυμίζουν κινηματογραφικές σκηνές.
 
Το βιβλίο όμως, είναι κυρίως πολιτικό, και ίσως σε αυτόν τον παράγοντα να ενισχύεται η αξία του. Ο Γκαμπόα επικεντρώνεται και τονίζει τον ρόλο των Εκκλησιών και το πώς χρησιμεύουν ως κέντρα εξουσίας και επιρροής. Στέκεται στον αντιδραστικό ρόλο τους, στο δημοψήφισμα για ειρήνευση (όταν οι Εκκλησίες χρησιμοποίησαν την επιρροή τους για το «Όχι» σε αυτό), όπως και την εξάπλωσή τους για ακροδεξιές ιδέες που κερδίζουν έδαφος στην Αμερικάνικη ήπειρο (και μάλλον, όχι μόνο). Τονίζει επίσης, το θέμα των ορφανών παιδιών του Εμφυλίου και της μοίρας τους, καθώς ένα μέρος της ιστορίας του, αποτελεί η προσπάθεια του μικρού Φράνκλιν να βρει τη μητέρα του. Τα ορφανά του Εμφυλίου, είναι ένα μεγάλο αγκάθι για την Κολομβιανή κοινωνία, καθώς μιλάμε για χιλιάδες ανθρώπους που χάσανε τους γονείς τους μέσα σε αυτά τα χρόνια και ψάχνουν για ίχνη τους.
 
Σχεδόν ισάξιο του έξοχου «Νυχτερινές ικεσίες», το «Η ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ», είναι ένα μυθιστόρημα που συναρπάζει και συγκινεί, μια ιστορία δράσης με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις και με υπέροχα σκιαγραφημένους χαρακτήρες, με το τρίο των ηρώων του να είναι ακαταμάχητο. Ο Γκαμπόα χρησιμοποιεί μια ιστορία βίας και διαφθοράς, προδοσίας και μάχης για την εξουσία, αγώνα για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, για να δείξει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, την κατάσταση στη χώρα του. Μπορεί το τέλος του βιβλίου, να δείχνει αμήχανο, αλλά η γενικότερη αίσθηση και η απόλαυση που αποκομίζει ο αναγνώστης κατά τη διάρκειά του, τον έχουν αποζημιώσει πλήρως.
 
Βαθμολογία 82 / 100